εὐ-χερής
11χρυσοχέρης — α, ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χέρης (< θ. χερ τής λ. χείρ*)] …
Страницы
- 1
- 2
11χρυσοχέρης — α, ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χέρης (< θ. χερ τής λ. χείρ*)] …