εὐ-χαριστήριος
1χαριστήριος — of masc/fem nom sg …
2χαριστήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον ευχαριστήρια προσφορά 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια… …
3χαριστηρίως — χαριστήριος of adverbial χαριστήριος of masc/fem acc pl (doric) …
4χαριστήριον — χαριστήριος of masc/fem acc sg χαριστήριος of neut nom/voc/acc sg …
5χαριστηρίοις — χαριστήριος of masc/fem/neut dat pl …
6χαριστηρίου — χαριστήριος of masc/fem/neut gen sg …
7χαριστηρίους — χαριστήριος of masc/fem acc pl …
8χαριστηρίων — χαριστήριος of masc/fem/neut gen pl …
9χαριστήρια — χαριστήριος of neut nom/voc/acc pl …
10χαριστήριοι — χαριστήριος of masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2