εὐ-χαίτης
1χαίτης — χαίτη loose fem gen sg (attic epic ionic) …
2χαίτῃς — χαίτη loose fem dat pl (epic) …
3ιππιοχαίτης — ἱππιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που αποτελείται από τρίχες αλόγου («λόφον ἱππιοχαίτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κισσεο χαίτης, φυκιο χαίτης] …
4κισσοχαίτης — και κισσεοχαίτης, ὁ (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο χαίτης, φυκιο χαίτης] …
5κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν …
6υγροχαίτης — ὁ, Μ αυτός που έχει υγρή χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο χαίτης, χρυσο χαίτης] …
7λασιοχαίτης — λασιοχαίτης, ὁ (Α) αυτός που έχει πυκυά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + χαίτη (πρβλ. αδρο χαίτης, κυανο χαίτης)] …
8λυσιχαίτης — λυσιχαίτης, ὁ (Μ) λυσίθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + χαίτης(< χαίτη), πρβλ. κυανοχαίτης, χρυσο χαίτης] …
9μελαγχαίτης — μελαγχαίτης, δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α) (για τους Κενταύρους και για τον Άδη) μαύρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. πυρο χαίτης, χρυσο χαίτης)] …
10μελανοχαίτης — μελανοχαίτης, ὁ (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χαίτη (πρβλ. μακρυ χαίτης, χρυσο χαίτης)] …