εὐ-χέρεια
1χέρεια — χείρων mcaner neut acc pl (epic) …
2συγχέρεια — ἡ, Μ παροχή βοήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χέρεια (< χείρ, χειρός), πρβλ. εὐ χέρεια] …
3χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …