εὐ-φόρμιγξ
1φόρμιγξ — lyre fem nom/voc sg …
2φόρμιγξ — (Μουσ.). Αρχαίο μουσικό όργανο, που έμοιαζε με άρπα, το παλαιότερο είδος εγχόρδων μουσικών οργάνων των αρχαίων Ελλήνων. Φ. χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί. Από πολλούς θεωρείται είδος κιθάρας και από άλλους όργανο παραπλήσιο προς τη… …
3Форминга — (Φόρμιγξ) древнейший струнный инструмент греческих певцов, типа лиры или кифары; нередко эти три наименования употребляются безразлично одно вместо другого. Во время игры Ф. держали с помощью перевязи, которая перекидывалась через плечо. Ф.… …
4ФОРМИНГА — • Φόρμιγξ, см. Musica, Музыка, 9 …
5φορμίγγεσι — φόρμιγξ lyre fem dat pl …
6φορμίγγεσσι — φόρμιγξ lyre fem dat pl (epic aeolic) …
7φορμίγγεσσιν — φόρμιγξ lyre fem dat pl (epic aeolic) …
8φορμίγγων — φόρμιγξ lyre fem gen pl …
9φόρμιγγα — φόρμιγξ lyre fem acc sg …
10φόρμιγγας — φόρμιγξ lyre fem acc pl …