εὐ-τελής
1Τέλης — Τέλευς masc nom pl Τέλευς masc nom/voc pl Τέλης masc acc pl (attic epic doric) Τέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Τέλης masc nom sg …
2Τέλης — Κυνικός φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. από τα Μέγαρα. Έγραψε: Περί του μη είναι τέλος ηδονήν, Περί αυτάρκειας, Περί φυγής, Περί πλούτου και αρετής, Περί περιστάσεων κ.ά. Τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, εκδόθηκαν από τον Γερμανό ελληνιστή Ο …
3τελῇς — τελέω fulfil pres subj act 2nd sg …
4τέλης — τελέω fulfil imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
5Τελέεσιν — Τέλης masc dat pl (epic ionic) …
6Τελέεσσι — Τέλης masc dat pl (epic) …
7Τελέεσσιν — Τέλης masc dat pl (epic) …
8Τελῶν — Τέλης masc gen pl (attic epic doric) …
9Τέλεα — Τέλης masc acc sg (epic ionic) Τελέης masc voc sg Τελέης masc nom sg (epic) …
10Τέλους — Τέλης masc gen sg (attic epic doric) …