εὐ-σκίαστος
1σκιαστός — ή, όν, Α [σκιάζω (Ι)] σκιερός …
2σκιαστῆς — σκιαστός shaded fem gen sg (attic epic ionic) …
3σκιαστά — σκιαστά̱ , σκιαστής masc nom/voc/acc dual σκιαστής masc voc sg σκιαστής masc nom sg (epic) σκιαστός shaded neut nom/voc/acc pl σκιαστά̱ , σκιαστός shaded fem nom/voc/acc dual σκιαστά̱ , σκιαστός shaded fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ευσκίαστος — εὐσκίαστος, ον (Α) [εύσκιος] αυτός που έχει ωραία σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκιαστός (< σκιάζω)] …
5πευκόσκιαστος — η, ο, Ν αυτός που βρίσκεται κάτω απ τη σκιά τών πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + σκιάζω (< σκιά), πρβλ. συννεφό σκιαστος] …
6σκιαστικός — ή, όν, ΜΑ [σκιαστός] αυτός που καλύπτει με σκιά, που σκιάζει. επίρρ... σκιαστικῶς Μ με σκιά, με κάλυψη σκιάς …
7σταυροσκίαστος — ον, Μ αυτός τον οποίο σκιάζει ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + σκιαστός (< σκιάζω < σκιά)] …
8σκιασταί — σκιαστής masc nom/voc pl σκιαστός shaded fem nom/voc pl …
9σκιαστοῦ — σκιαστής masc gen sg σκιαστός shaded masc/neut gen sg …
10σκιαστάς — σκιαστά̱ς , σκιαστής masc acc pl σκιαστά̱ς , σκιαστής masc nom sg (epic doric aeolic) σκιαστά̱ς , σκιαστός shaded fem acc pl …