εὐ-σθενής

  • 1σθενής — Α [σθένος] (κατά τον Ησύχ.) «ἰσχυρός, κρατερός» …

    Dictionary of Greek

  • 2ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 3θεοσθενής — θεοσθενής, ές (Μ) αυτός που παίρνει ισχύ από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ισο σθενής] …

    Dictionary of Greek

  • 4ισοσθενής — ές (ΑΜ ἰσοσθενής, ές) αυτός που έχει ίσο σθένος, ίση δύναμη, ο ισοδύναμος («πενίαν ἰσοσθενῆ πλούτῳ ποιεῑν», Δημόκρ.). επίρρ... ἰσοσθενῶς (Α) με ισοσθενή, ισοδύναμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγαλο σθενής, ολιγο… …

    Dictionary of Greek

  • 5μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] …

    Dictionary of Greek

  • 6μεγασθενής — (4ος αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος. Ο βασιλιάς Σέλευκος ο Νικάτωρ τον έστειλε πρεσβευτή στον Ινδό βασιλιά Σανδρόκοττο. Ο Μ. έμεινε αρκετό καιρό στο παλάτι του τελευταίου στον Γάγγη και έγραψε ένα βιβλίο για τις Ινδίες, τα Ινδικά. Μία περίληψη των… …

    Dictionary of Greek

  • 7πυρισθενής — και πυροσθενής, ές, ΜΑ αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιά («πυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, μεγα σθενής] …

    Dictionary of Greek

  • 8ολιγοσθενής — ὀλιγοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. ευρυ σθενής] …

    Dictionary of Greek

  • 9ομοιοσθενής — ὁμοιοσθενής, ές (Μ) αυτός που έχει το ίδιο σθένος, δηλαδή την ίδια δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] …

    Dictionary of Greek

  • 10ομοσθενής — ὁμοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο σθένος την ίδια ισχύ, ίση δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] …

    Dictionary of Greek