εὐ-πορέω
1νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] …
1νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] …