εὐ-νοϊκός

  • 1νοϊκός — νοϊκός, ή, όν (Μ) ο τού νου, αυτός που αναφέρεται στον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. ικός] …

    Dictionary of Greek

  • 2νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …

    Dictionary of Greek