εὐ-μαρής
1Μάρης — masc acc pl (attic epic doric) Μάρης masc nom/voc pl (doric aeolic) Μάρης masc nom sg …
2μάρης — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Περσία. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Σαβωρίου, μαζί με τους Άβιβου, Ηλία, Λάζαρο, Μαρούθα, Ναρσή, Σάβα, Σιμιάθη και Ζανιθά. Η μνήμη τους τιμάται στις 29 Μαρτίου. 2. Ήταν ασκητής. Η… …
3Μαρής, Γιάννης — (Σκόπελος 1916 – 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Τσιριμώκου. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των πολιτικών και λογοτεχνών Τσιριμώκου της Λαμίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου… …
4Μαρής, Δημήτριος — (Ταϊγάνι, Ρωσία 1905 – Αθήνα 1964). Πιανίστας και συνθέτης. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο ωδείο του Κιέβου και εργάστηκε για μερικά χρόνια ως βοηθός αρχιμουσικού στην εκεί Όπερα. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε οριστικά το 1925, για να διοριστεί λίγα… …
5μάρης — μάρη hand fem gen sg (epic ionic) μάρις fem nom/voc pl (doric aeolic) …
6Μάρη — Μάρης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Μάρης masc acc sg (attic epic doric) …
7Μαρέων — Μάρης masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …
8Μαρίων — Μάρης masc gen pl (doric) Μάριος masc gen pl Μαρίων masc nom/voc sg …
9Μαρῶν — Μάρης masc gen pl (attic epic doric) Μᾱρῶν , Μᾶρες masc gen pl …
10Μάρεα — Μάρης masc acc sg (epic ionic) …