εὐ-λείμων
1Λειμών — any moist masc nom/voc sg …
2λειμών — any moist masc nom/voc sg …
3Λειμῶν' — Λειμῶνα , Λειμών any moist masc acc sg Λειμῶνι , Λειμών any moist masc dat sg Λειμῶνε , Λειμών any moist masc nom/voc/acc dual …
4λειμῶν' — λειμῶνα , λειμών any moist masc acc sg λειμῶνι , λειμών any moist masc dat sg λειμῶνε , λειμών any moist masc nom/voc/acc dual …
5Λειμών — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Λ. ήταν γιος του Τεγεάτη και της Μαίρας και αδελφός του Σκέφρου. Κάποτε είδε τον αδελφό του να συνομιλεί με τον Απόλλωνα και επειδή νόμιζε ότι εκείνος τον συκοφαντούσε στον θεό, τον θανάτωσε. Τότε η… …
6ειμών — λειμών, ῶνος, ὁ (Α) βλ. λειμώνας …
7Λειμῶνα — Λειμών any moist masc acc sg …
8λειμῶνα — λειμών any moist masc acc sg …
9Λειμῶνας — Λειμών any moist masc acc pl …
10λειμῶνας — λειμών any moist masc acc pl …