εὐ-κόσμητος
1κοσμητός — κοσμητός, ή, όν (Α) [κοσμώ] καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.) …
2κοσμητός — well ordered masc nom sg …
3κοσμητόν — κοσμητός well ordered masc acc sg κοσμητός well ordered neut nom/voc/acc sg …
4κοσμητούς — κοσμητός well ordered masc acc pl …
5ηλιοκόσμητος — ἡλιοκόσμητος, ον (Μ) φρ. «οὐρανός ἡλιοκόσμητος» ουρανός που στολίζεται από τον ήλιο, λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κοσμητος (< κοσμώ «στολίζω»), πρβλ. αδια κόσμητος, α κόσμητος] …
6χαριτοκόσμητος — ον, Μ στολισμένος από τις Χάριτες ή προικισμένος με χάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ), πρβλ. εὐ κόσμητος] …
7χρυσιοκόσμητος — ον, Μ χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ «στολίζω»), πρβλ. εὐ κόσμητος] …
8χρυσοκόσμητος — η, ο / χρυσοκόσμητος, ον, ΝΜ διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ «διακοσμώ»), πρβλ. εὐ κόσμητος] …
9θεοκόσμητος — θεοκόσμητος, ον (Μ) ο προικισμένος από τον θεό, ο ευλογημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κόσμητος (< κοσμώ), πρβλ. α δια κόσμητος, ευ κό σμητος] …
10στεφοκόσμητος — ον, Μ ο διακοσμημένος με στέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + κόσμητος (< κοσμῶ), πρβλ. ευ κόσμητος] …
- 1
- 2