εὐ-κοίλιος
1Κοίλιος — masc nom sg …
2Κοιλίου — Κοίλιος masc gen sg …
3Κοιλίων — Κοίλιος masc gen pl …
4Κοιλίῳ — Κοίλιος masc dat sg …
5ευρυκοίλιος — εὐρυκοίλιος, ον (Α) 1. (για τη δεξιά κοιλία τής καρδιάς) πολύ κοίλη 2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευ κοίλιος, στενο κοίλιος] …
6θερμοκοίλιος — θερμοκοίλιος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ κοίλιος, μονο κοίλιος)] …
7υγροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος, μεγαλο κοίλιος] …
8ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… …
9μακροκοίλιος — μακροκοίλιος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + κοιλία (πρβλ. νευρο κοίλιος, σκληρο κοίλιος)] …
10μεγαλοκοίλιος — μεγαλοκοίλιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες τής καρδιάς 2. αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κοιλία (πρβλ. νευρο κοίλιος, σκληρο κοίλιος)] …
- 1
- 2