εὐ-εύρετος
1εὑρετός — discoverable masc nom sg …
2εὑρετόν — εὑρετός discoverable masc acc sg εὑρετός discoverable neut nom/voc/acc sg …
3εὑρετή — εὑρετός discoverable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4χαμεύρετος — και χαμαιεύρετος, ον, Μ αυτός που βρέθηκε καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + εύρετος (< εὑρετός < εὑρίσκω), πρβλ. δυσ εύρετος] …
5εὑρετά — εὑρετά̱ , εὑρετής an inventor masc nom/voc/acc dual εὑρετής an inventor masc voc sg εὑρετής an inventor masc nom sg (epic) εὑρετός discoverable neut nom/voc/acc pl εὑρετά̱ , εὑρετός discoverable fem nom/voc/acc dual εὑρετά̱ , εὑρετός discoverable …
6εὑρετῶν — εὑρετής an inventor masc gen pl εὑρετός discoverable fem gen pl εὑρετός discoverable masc/neut gen pl …
7άβρετος — η, ο αυτός που δεν βρίσκεται ή που δεν έχει βρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερ. + βρετός < ευρετός < ευρίσκω] …
8βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …
9βρετός — ή, ό [ευρετός] Ι. εκείνος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία κάπου II. το θηλ. ως ουσ. βρετή, η εικόνα που βρέθηκε τυχαία κάπου III. το ουδ. ως ουσ. βρετό, το 1. έκθετο βρέφος 2. βρέφος που αφήνεται σε είσοδο εκκλησίας ή προσκυνήματος προσωρινά για… …
10ευεύρετος — εὐεύρετος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται εύκολα («ἐπιφανεῑς πανταχοῡ ὄντες εὐεύρετοι ἂν εἶεν», Ξεν.) 2. φρ. «χώρα εὐεύρετος ἑκάστοις» χώρα στην οποία είναι εύκολο να βρεθεί το καθετί, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ευρετός (< ευρίσκω)] …
- 1
- 2