εὐῶδες

  • 1εὐῶδες — εὐώδης sweetsmelling masc/fem voc sg εὐώδης sweetsmelling neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2στύρακας — ο / στύραξ, ακος, ΝΑ, και λόγιος τ. στύραξ Ν και θηλ. στύραξ, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην οικογένεια στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες κόμμι… …

    Dictionary of Greek

  • 3BDELLIUM — Graece Βδέλλιον, diminutiv. a Βδέλλα, quomodo aliquot locis Auctori Pertpli vocatur; Bedella, Marcello Empirico, crocon atque bedellam: apud Plantum in antiquis libris Bedellium, Salmasio est ex Hebraeo Bedolach, quae vox occurrit Numer. c. 11. v …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6βδέλλιον — βδέλλιον, το (AM) 1. είδος βαλσαμόδεντρου της Αφρικής 2. ευώδες κόμμι που εκρέει από το βδέλλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο ανατολικής προελεύσεως πιθ. σημιτικό (πρβλ. εβρ. bedōlah, ασσυρ. budulhu)] …

    Dictionary of Greek

  • 7ευωδοποιός — εὐωδοποιός, όν (Α) (μτφ. για το Άγιο Πνεύμα) αυτός που καθιστά κάτι ευώδες («εὐωδοποιὸν ἐπιφοίτησιν, Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευώδης + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …

    Dictionary of Greek

  • 8ευώδης — ες (ΑΜ εὐώδης, ες) αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.). επίρρ... εὐωδῶς (Μ) με ωραία, γλυκιά μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωδης (< όζω < *όδ jω) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 9θυία — (I) ἡ (Α θυία) [θύον] νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια αρχ. 1. ευώδες δένδρο τής Αφρικής 2. το θύον*. (II) θυῑα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)] γιορτή προς τιμήν τού Διονύσου στην Ήλιδα …

    Dictionary of Greek

  • 10μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …

    Dictionary of Greek