1ευέρκεια — εὐέρκεια και εὐερκία, ἡ (Α) [ευερκής] η ασφάλεια …
Dictionary of Greek
2εὐερκείας — εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem acc pl εὐερκείᾱς , εὐέρκεια security fem gen sg (attic doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3εὐέρκειαν — εὐέρκεια security fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)