εὐϑὺς
1εὐθύς — 1 straight masc nom sg εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) …
2ευθύς — και ευτύς επίρρ. χρον., αμέσως, χωρίς καθυστέρηση ή αναβολή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3Εὖθυς — masc/fem nom sg …
4ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …
5ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Εὐθὺς γὰρ ἡμάρτηκεν οὐράνιον ὅσον. — См. Как небо от земли …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7κεὐθύς — εὐθύς , εὐθύς 1 straight masc nom sg εὐθύς , εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) …
8εὐθύ — εὐθύς 1 straight masc voc sg εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc sg εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) …
9ἰθέα — εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰθέᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) εὐθύς 1 straight fem nom/voc sg (epic ionic) ἰθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰθέᾱ , ἰθύς 1 straight fem nom/voc/acc… …
10εὐθυτέρων — εὐθύς 1 straight fem gen pl εὐθύς 1 straight masc/neut gen pl …