εὐϑὺς

  • 91έωθεν — ἕωθεν (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἠῶθεν) [ἕως II] από την αυγή, από τα χαράματα, από το πρωί, από νωρίς αρχ. (φρ. α) «ἕωθεν εὐθύς» πρωί πρωί, από τα χαράματα β) «αὔριον ἕωθεν» αύριο πρωί πρωί, αύριο τα χαράματα …

    Dictionary of Greek

  • 92αίψα — αἶψα επίρρ. (Α) 1. αμέσως, γρήγορα, ευθύς 2. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. *αἰπ σ ӑ, που σημασιολογικά (γρήγορος, απότομος, ξαφνικός) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τών λ. αἶπος*, αἰπὺς* (πρβλ. και το επίρρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 93αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 94ακαμπίας — ἀκαμπίας, ο (AM) 1. όποιος δεν έχει καμπές, ο ευθύς 2. «ἀκαμπίας δρόμος» το ακάμπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμπή] …

    Dictionary of Greek

  • 95ακτηρίδα — η (Α ἀκτηρίς, ίδος) (νέοελλ.) η πίσω άκρη (ουρά) τού σταθμίου* τού κιλλίβαντα*, που αποτελεί μαζί με τους δύο τροχούς το τρίτο στήριγμα τού πυροβόλου, καθώς και το σημείο σύνδεσης με το ρυμουλκό αρχ. 1. ραβδί, μπαστούνι, μαγκούρα 2. ξύλινο… …

    Dictionary of Greek

  • 96αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… …

    Dictionary of Greek

  • 97αμέσως — επίρρ. (Α ἀμέσως) [ἄμεσος] 1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας 2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς …

    Dictionary of Greek

  • 98αμερόληπτος — Τίτλος τριών ελληνικών εφημερίδων, που εκδόθηκαν στην Αθήνα και στον Πειραιά, μεταξύ 1882 και 1888. * * * η, ο αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μεροληπτώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ …

    Dictionary of Greek

  • 99ανεύθυντος — ἀνεύθυντος, ον (Α) [ευθύνω] εκείνος που δεν μπορεί να γίνει ευθύς, να μπεί σε ευθεία …

    Dictionary of Greek

  • 100αντίος — ἀντίος, α, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλο 2. εκείνος που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον άλλο, ο αντίθετος 3. ο ευθύς (σε αντίθεση με τον πλάγιο) 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίον κ. ἀντία α) ενώπιον, πρόσωπο με πρόσωπο θ)… …

    Dictionary of Greek