εὐϑὺς
31ἰθύν — εὐθύς 1 straight masc acc sg ἰθύς 1 straight masc acc sg ἰθύς 2 against fem acc sg …
32ἰθύς — εὐθύς 1 straight masc nom sg ἰθύς 1 straight indeclform (adverb) ἰθύς 1 straight masc nom sg …
33ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …
34ντρέτο — και ντρίτος, η, ο (Μ ντρέτος και ντρίτος, η, ον) 1. ευθύς, ίσιος 2. (για πρόσ.) ευθύς στον χαρακτήρα και στους τρόπους, ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ντρέτο ευθύτητα, ειλικρίνεια. επίρρ... ντρέτα (Μ) 1. ίσια, στην ίδια… …
35παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… …
36πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …
37εὐθέα — εὐθής Righteous (Jashar neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐθής Righteous (Jashar masc/fem acc sg (epic ionic) εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐθέᾱ , εὐθύς 1 straight fem nom/voc/acc dual (epic ionic) εὐθύς 1 straight fem… …
38κεὐθύ — εὐθύ , εὐθύς 1 straight masc voc sg εὐθύ , εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc sg εὐθύ , εὐθύς 2 straight indeclform (adverb) …
39Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …
40ίσιος — α, ο (Μ ἴσιος, α, ο) 1. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύγραμμος, ευθύς 2. ομαλός, επίπεδος 3. (για πρόσ.) ευθύς στον χαρακτήρα, δίκαιος, ειλικρινής, ανυπόκριτος («δίκαιοι κι ίσιοι σ όλες των τες πράξεις», Καβάφ.) 4. φρ. «ο ίσιος… …