εὐϑὺς
121εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …
122εξαίφνης — (AM ἐξαίφνης) [αίφνης] επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. αμέσως, ευθύς μσν. (με άρθρο ως επίθ.) ξαφνικός, απροσδόκητος («ή ἐξαίφνης συμφορά») αρχ. φρ. «τὸ ἐξαίφνης» η στιγμή ή ο σύντομος χρόνος μεταξύ δύο χρονικών σημείων …
123εξαράσσω — ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α) 1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν») 2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια 3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»] …
124εξεναντίας — (AM ἐξεναντίας) επίρρ. απέναντι («καὶ ἴδον αὐτοὺς ἐρχομένους ἐξεναντίας», ΠΔ) νεοελλ. αντίθετα με όσα λέγονται («ἀκουρμαστῆτε ἐμένα ἐξεναντίας κι ἄς ὁρμήσωμ εὐθύς») μσν. αρχ. αντικριστά …
125εξιθύνω — ἐξιθύνω (Α) 1. ισιώνω 2. διευθύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιθύνω (< ιθύς, παράλλ. τ. τού ευθύς)] …
126εξώλης — ο, η (AM ἐξώλης, ες) 1. ο τελείως διεφθαρμένος ηθικά 2. φρ. «ἐξώλης καὶ προώλης» τελείως διεφθαρμένος ευθύς εξαρχής αρχ. ο τελείως κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό την πρόθεση εξ και β την εκτεταμένη βαθμίδα (ωλ ) τού ρ. όλλυμι*] …
127επάν — ἐπάν (AM) (σύνδ.) 1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.) 2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν. [ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)] …
128επαυτίκα — ἐπαυτίκα (Α) (χρον. επίρρ.) ευθύς αμέσως, πάραυτα …