εὐϑὺς

  • 111αφόντας — και ντες και ντις 1. από τότε που, αφότου 2. όταν, αφού 3. από τη στιγμή που, ευθύς ως …

    Dictionary of Greek

  • 112βέρος — α, ο 1. ειλικρινής, ευθύς («βέρος άνθρωπος») 2. γνήσιος, πραγματικός («βέρος Αθηναίος», «βέρο χρυσάφι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vero «αληθινός, γνήσιος, πραγματικός»] …

    Dictionary of Greek

  • 113βαδιστικός — ή, ό (Α βαδιστικός, ή, όν) [βαδιστής] αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει νεοελλ. 1. ο σχετικός με το «βάδισμα» 2. φρ. «ευθύς βαδιστικά» (ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη …

    Dictionary of Greek

  • 114γιον — (Μ γιόν και γίον) επίρρ. 1. όπως, ως, καθώς 2. όπως, παραδείγματος χάριν 3. ευθύς ως, μόλις 4. επειδή, αφού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οίον, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση τού συμπλέγματος io (πρβλ. ιατρός γιατρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 115διατείνω — (AM διατείνω) 1. τεντώνω, τείνω εντελώς 2. μέσ. διατείνομαι ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, επιμένω στη γνώμη μου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διατείνουσα κεραία τών παλαιών ιστιοφόρων, την οποία τοποθετούσαν για να επεκτείνουν τετράγωνο ιστίο και να… …

    Dictionary of Greek

  • 116διαφύομαι — (αποθ.) (ΑΝ) φυτρώνω ανάμεσα αρχ. 1. αναβλαστάνω 2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.) 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος) 5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν …

    Dictionary of Greek

  • 117δροσερά — Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των δροσεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυή και ευδοκιμούν στις πολύ υγρές ή τελματώδεις περιοχές. Χαρακτηρίζονται από τα ειδικά φύλλα τους, που έχουν την ιδιότητα να προσελκύουν και να συλλαμβάνουν μικρά… …

    Dictionary of Greek

  • 118είθαρ — εἶθαρ επίρρ. (Α) αμέσως, ευθύς αμέσως …

    Dictionary of Greek

  • 119εγγύς — επίρρ. (AM ἐγγύς) 1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση 2. (για χρόνο) κοντά 3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω 4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως 5. οι εγγύς οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με… …

    Dictionary of Greek

  • 120ειλικρινής — ές (AM εἰλικρινής, ές) ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος μσν. καθαρός, αμόλυντος αρχ. 1. καθαρός, αμιγής 2. απλός, απόλυτος 3. ολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα es (πρβλ. ευκρινής). Το α… …

    Dictionary of Greek