εὐϑὺς

  • 101απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως …

    Dictionary of Greek

  • 102απαρέγκλιτος — η, ο (ΑΜ ἀπαρέγκλιτος, ον) ο άκαμπτος, ο ευθύς αρχ. 1. ο αυστηρός 2. ο αβλαβής …

    Dictionary of Greek

  • 103απευθύνω — (ἀπευθύνω) νεοελλ. 1. κατευθύνω, αποστέλλω κάτι προς κάποιον 2. αποτείνω («σου απευθύνει τον λόγο, του απηύθυνε επιστολή») αρχ. 1. κάνω κάτι πάλι ευθύ, ισιώνω, αποκαθιστώ 2. οδηγώ σωστά, διευθύνω 3. διοικώ, κυβερνώ, διευθετώ 4. μτφ. διορθώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 104απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 105αστραβής — ἀστραβής, ές (Α) 1. ο ευθύς, ο ίσιος 2. ο σταθερός, ο ακλόνητος 3. ο άκαμπτος, ο ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. συνδέεται με τους τ. στραβός, στρεβλός, στρόβιλος με α στερητικό, ενώ κατ άλλους είναι πιθ. ως στερητικό… …

    Dictionary of Greek

  • 106ατενής — ές (AM ἀτενής, ές) Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ ένα σημείο II. επίρρ. ατενώς 1. κατευθείαν, μπροστά αρχ. Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος 2. έντονος, ισχυρός 3. ευθύς 4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος 5. άκαμπτος,… …

    Dictionary of Greek

  • 107ατόφυος — α, ο 1. φυσικός, γνήσιος 2. αυτός ο ίδιος, ίδιος και απαράλλαχτος 3. αμετάβλητος 4. ολόκληρος, ακέραιος 5. ευθύς, ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αυτόφυος < αρχ. αυτοφυής] …

    Dictionary of Greek

  • 108αυτοσχεδόν — επίρρ. (Α) 1. «εκ του συστάδην», από κοντά 2. αμέσως, ευθύς αμέσως …

    Dictionary of Greek

  • 109αυτόθι — (AM αὐτόθι) επίρρ. στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο νεοελλ. (για παραπομπές) στο ίδιο βιβλίο ή χωρίο του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω αρχ. αμέσως, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) –θι (πρβλ. ακρόθι, άλλοθι, αύθι κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 110αυτόχρημα — (AM αὐτόχρημα) επίρρ. πραγματικά αρχ. μσν. 1. εξολοκλήρου, απολύτως 2. αμέσως 3. ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + χρήμα «κάθε τι που συμβαίνει, πράγμα, γεγονός» (πρβλ. επίρρ. παραχρήμα «ευθύς, αμέσως» από τη φράση «παρά το χρήμα»)] …

    Dictionary of Greek