εὐόφθαλμος
1ευόφθαλμος — εὐόφθαλμος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. 1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα 2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος 3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία») 4. (μτφ.… …
2εὐόφθαλμος — with beautiful eyes masc/fem nom sg …
3εὐοφθαλμότατον — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc acc superl sg εὐόφθαλμος with beautiful eyes neut nom/voc/acc superl sg …
4εὐοφθάλμως — εὐόφθαλμος with beautiful eyes adverbial εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc/fem acc pl (doric) …
5εὐόφθαλμον — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc/fem acc sg εὐόφθαλμος with beautiful eyes neut nom/voc/acc sg …
6εὐοφθαλμότεροι — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc nom/voc comp pl …
7εὐοφθαλμότερος — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc nom comp sg …
8εὐοφθάλμοις — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc/fem/neut dat pl …
9εὐοφθάλμου — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc/fem/neut gen sg …
10εὐοφθάλμους — εὐόφθαλμος with beautiful eyes masc/fem acc pl …
- 1
- 2