εὐωχιάζω
1ευωχιάζω — εὐωχιάζω (Α) [ευωχία] παρέχω γεύμα σε κάποιον, φιλεύω, ευωχώ* …
2εὐωχιάζειν — εὐωχιάζω pres inf act (attic epic) …
3εὐωχιῶν — εὐωχία good cheer fem gen pl εὐωχιάζω fut part act masc voc sg εὐωχιάζω fut part act neut nom/voc/acc sg εὐωχιάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …
4ευωχιαστικός — εὐωχιαστικός, ή, όν (Α) [ευωχιάζω] αναγκαίος, κατάλληλος για ευωχία, για συμπόσιο …