εὐχωλιμαῖος
1ευχωλιμαίος — εὐχωλιμαῑος, ον (Α) [ευχωλή] 1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία 2. επιθυμητός, ευκταίος 3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ) …
2εὐχωλιμαῖα — εὐχωλιμαῖος bound by a vow neut nom/voc/acc pl …
3εὐχωλιμαῖοι — εὐχωλιμαῖος bound by a vow masc nom/voc pl …
4εὐχωλιμαίαις — εὐχωλιμαί̱αις , εὐχωλιμαῖος bound by a vow fem dat pl …