εὐχετάομαι
1εὐχετάασθε — εὐχετάομαι pray pres imperat mp 2nd pl (epic) εὐχετάομαι pray pres ind mp 2nd pl (epic) εὐχετάομαι pray imperf ind mp 2nd pl (epic) …
2εὐχετάασθαι — εὐχετάομαι pray pres inf mp (epic) εὐχετά̱ασθαι , εὐχετάομαι pray pres inf mp (epic) …
3εὐχετῶ — εὐχετάομαι pray pres imperat mp 2nd sg (epic) εὐχετάομαι pray imperf ind mp 2nd sg (epic) …
4εὐχετόωνται — εὐχετάομαι pray pres subj mp 3rd pl (epic) εὐχετάομαι pray pres ind mp 3rd pl (epic) …
5εὐχετοῴμην — εὐχετάομαι pray pres opt mp 1st sg (epic) …
6εὐχετῴμην — εὐχετάομαι pray pres opt mp 1st sg (epic) …
7εὐχετόωντο — εὐχετάομαι pray imperf ind mp 3rd pl (epic) …
8εὐχετόῳτο — εὐχετάομαι pray pres opt mp 3rd sg (epic) …
9εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …
10εὐχετόῳτ' — εὐχετόῳτο , εὐχετάομαι pray pres opt mp 3rd sg (epic) …