εὐχαριστήρια

  • 21προχαρής — ές, Α φρ. «προχαρὴς ἄρτος» άρτος που προσφέρεται ως ευχαριστήρια προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χαρής (< *χάρος, τό < χαίρω), πρβλ. περι χαρής] …

    Dictionary of Greek

  • 22ρύσιος — ον, Α [ῥῡσις] 1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.) β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια… …

    Dictionary of Greek

  • 23ρύτρον — τὸ, Α ευχαριστήρια θυσία ή προσφορά για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ῥῡτρα λυτήρια, σωτήρια, σῶστρα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ ρον, σῶσ τρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 24σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …

    Dictionary of Greek

  • 25σώστρα — τα / σῶστρα, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. αμοιβή για τη διάσωση πλοίου που έχει εγκαταλειφθεί από το πλήρωμα ή για τη διάσωση τμημάτων τού πλοίου ή τού φορτίου του αρχ. 1. ευχαριστήρια θυσία για σωτηρία 2. αμοιβή για την προσαγωγή ζώων ή δούλων που είχαν… …

    Dictionary of Greek

  • 26τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της …

    Dictionary of Greek

  • 27χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …

    Dictionary of Greek

  • 28χαριστήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον ευχαριστήρια προσφορά 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια… …

    Dictionary of Greek

  • 29χαριστείον — και χαριστῆιον, τὸ, Α 1. ευχαριστήρια προσφορά 2. στον πληθ. τὰ χαριστεῖα τα χαριστήρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαρισ τ ικός) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ είον)] …

    Dictionary of Greek

  • 30χαριτήσιος — ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον α) ευχαριστήρια προσφορά β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια γιορτή… …

    Dictionary of Greek