εὐφώρατος
1ευφώρατος — εὐφώρατος, ον (Α) αυτός που ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται ή διακρίνεται εύκολα («παντελῶς ἔν γε τούτοις εὐφώρατον εἶναι τὴν διαφοράν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φωρατός «αυτός που μπορεί να αποκαλυφθεί» (< φωρώ «ερευνώ για κλοπή»)] …
2εὐφώρατος — easy to detect masc/fem nom sg …
3εὐφώρατον — εὐφώρατος easy to detect masc/fem acc sg εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc sg …
4εὐφώρατα — εὐφώρατος easy to detect neut nom/voc/acc pl …
5εὐφώρατοι — εὐφώρατος easy to detect masc/fem nom/voc pl …