εὐφυής

  • 81μηχανόεις — μηχανόεις, εσσα, εν (Α) ευφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 82μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …

    Dictionary of Greek

  • 83μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 84μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …

    Dictionary of Greek

  • 85νοήμων — ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, ον) [νόημα] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται 2. ευφυής, έξυπνος 3. συνετός, μυαλωμένος νεοελλ. φρ. «το νοήμον κοινό» ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 86νοητός — ή, ό (ΑΜ νοητός, ή, όν, Α δωρ. τ. νοατός, ή, όν [νοώ] αυτός που μπορεί να νοηθεί, να γίνει καταληπτός με τον νου, ο προσιτός στη διάνοια νεοελλ. 1. κατανοητός 2. αυτός που υπάρχει μόνο στον νου, ιδεατός, νοερός, σε αντιδιαστολή, προς τον αισθητό …

    Dictionary of Greek

  • 87ξεφτέρι — και ξιφτέρι, το 1. είδος αρπακτικού πτηνού, το κιρκινέζι 2. (για πρόσ.) εξαιρετικά εύστροφος, ικανός, με μεγάλη αντίληψη, ευφυής (α. «είναι ξεφτέρι στα γράμματα» β. «είναι ξεφτέρι στην κλεψιά») 3. στον πληθ. τα ξεφτέρια τα εξαπτέρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 88ξύπνιος — α, ο 1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται 2. μτφ. έξυπνος, ευφυής 3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιος εγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος] …

    Dictionary of Greek

  • 89ομματώ — ὀμματῶ, όω (ΑΜ) [όμμα] μσν. θεραπεύω τους οφθαλμούς, ξαναδίνω την όραση («τὸ ὕδωρ πολλοὺς ὠμμάτωσεν», Τζέτζ) αρχ. 1. τοποθετώ μάτια σε κάτι, όπως π.χ. σε αγάλματα («πρῶτος δὲ ὀμματώσας καὶ διαβεβηκότα τά σκέλη ποιήσας», Διόδ.) 2. δίνω έκφραση στα …

    Dictionary of Greek

  • 90οξύμωρος — η, ο (Α ὀξύμωρος, ον) 1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής 2. φρ. «οξύμωρο σχήμα» γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη… …

    Dictionary of Greek