εὐφυής

  • 51PRONAPIDES — Homeri praeceptri ἐυφυὴς μελοποιὸς, nibilis Poeta Lyricus, inter eos, qui literis sunt usi Pelasgicis, recensetur. Diodoro Sic. l. 3. Vide Ioh. Marshamum, Canone Chron. Sec. XV. ubi de Hesiodo Poeta agens, Poetarum Graecorum Homerô antiquiorum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 52έξυπνος — η, ο (AM ἔξυπνος, ον) [ύπνος] ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη μσν. νεοελλ. 1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη …

    Dictionary of Greek

  • 53ανθρωπόνους — ἀνθρωπόνους, ουν (Α) αυτός που έχει ανθρώπινο μυαλό, ευφυής, έξυπνος (αποδίδεται συνήθως σε πιθήκους Αιλιανός, Στράβων) …

    Dictionary of Greek

  • 54ανοιχτόμυαλος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλη αντίληψη, έξυπνος, ευφυής 2. αυτός που δεν δεσμεύεται από προκαταλήψεις ή ταμπού, λογικός, ξύπνιος …

    Dictionary of Greek

  • 55αφυής — ἀφυής ( οῡς), ές (Α) [φυή] 1. ο μη ευφυής, αυτός που δεν έχει φυσική ικανότητα ή διανοητική υπεροχή 2. αδέξιος, ανίκανος 3. αυτός που δεν έχει άρτια σωματική διάπλαση 4. απονήρευτος, άδολος …

    Dictionary of Greek

  • 56δαιμονιακός — ή, ό (AM δαιμονιακός, ή, όν) αυτός που προκαλείται από τον δαίμονα νεοελλ. 1. ο σχετικός με τους δαίμονες, ο αναφερόμενος σ αυτούς («πρόληψη δαιμονιακή»). 2. ο δαιμόνιος, ο ευφυής 3. (για πρόσωπα και καταστάσεις) ο κακός, ο εμπαθής, ο μανιώδης 4 …

    Dictionary of Greek

  • 57εννοητικός — ἐννοητικός, ή, όν (Α) [εννοώ] αυτός που έχει αντίληψη, έξυπνος, ευφυής …

    Dictionary of Greek

  • 58εξευρετικός — ή, ό (Α ἐξευρετικός, ή, όν και ἐξευρητικός, ή, όν) [ευρετικός] εφευρετικός, ευφυής …

    Dictionary of Greek

  • 59επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 60επιφρονώ — ἐπιφρονῶ, έω (Α) 1. είμαι ευφυής, συνετός, στοχαστικός 2. (κατά τον Πλάτωνα) επικλείω*, κατακλείω, στον ομηρ. στίχο «ὡς τὴν ἀοιδὴν μᾱλλον ἐπικλείουσ’ ἄνθρωποι», αντί «ἐπιφρονέουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φρονώ (< φρήν), τ. που εμφανίζει την… …

    Dictionary of Greek