εὐφυής
41εὐφυέων — εὐφυής well grown masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
42εὐφυῶν — εὐφυής well grown masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
43εὐφυῶς — εὐφυής well grown adverbial (attic epic doric) εὐφυῶς indeclform (adverb) …
44μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… …
45Λίλι, Τζον — (John Lyly, 1554; – 1606). Άγγλος συγγραφέας. Έγινε γνωστός κυρίως για το μυθιστόρημά του Ευφυής (1578) με το οποίο καθιέρωσε τον όρο ευφυϊσμός. Πρόκειται για ένα από τα πολυάριθμα ερωτικά μυθιστορήματα της εποχής του, που όμως ξεχώρισε για τον… …
46εὐφυεστάτας — εὐφυεστάτᾱς , εὐφυής well grown fem acc superl pl εὐφυεστάτᾱς , εὐφυής well grown fem gen superl sg (doric aeolic) …
47εὐφυεστέρα — εὐφυεστέρᾱ , εὐφυής well grown fem nom/voc/acc comp dual εὐφυεστέρᾱ , εὐφυής well grown fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
48Euphuisme — L’euphuisme, du grec ευϕυης, élégant, de bon goût, est le nom que prirent, en Angleterre, à la fin du XVIe siècle, le bel esprit et le style précieux qui furent en si grande faveur, à cette époque, dans toute l’Europe. L’euphuisme est le… …
49Эвфуизм — (греч. ευϕυης  изящный, утонченный, остроумный) направление барочной литературы в Англии елизаветинского времени. Характеризуется изысканно витиеватым слогом и состоит из большого количества риторических фигур и образных выражений. Его… …
50эвфуизм — ЭВФУИ´ЗМ (греч. εὐφυής благородный, даровитый) термин английской поэтики, по названию романа Джона Лилли (придворный писатель 16 в.) «Эвфуэс», написанного в манерном аристократическом стиле, в противовес народному языку других популярных… …