εὐφυής

  • 111φράδμων — και φράσμων, ον, Α ευφυής, επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ ή) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …

    Dictionary of Greek

  • 112φρόνιμος — η, ο / φρόνιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ίμη Α 1. σώφρων, συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός (α. «είναι φρόνιμο και ευγενικό παιδί» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.) 2. (για σκέψη ή πράξη) αυτός που φανερώνει σύνεση, φρόνηση 3 …

    Dictionary of Greek

  • 113χαρίεις — εσσα, εν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος, κομψός («χαρίεντά γ ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για γυναίκα) όμορφος, ωραίος, θελκτικός («Μελίτη χαρίεσσα», Ησίοδ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) ευφυής, πνευματώδης («ἦ καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 114χαριτολόγημα — το, Ν χαριτωμένος και ευφυής λόγος, ευφυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. ευφυο λόγημα. Η λ., στον πληθ. χαριτολογήματα, μαρτυρείται από το 1881 στον Ειρ. Ασώπιο] …

    Dictionary of Greek

  • 115χαριτώνω — χαριτῶ, όω, Ν ΜΑ [χάρις, ιτος] (το θηλ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) η κεχαριτωμένη (ως προσωνυμία τής Θεοτόκου) αυτή που είναι γεμάτη από θεία χάρη («χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία», ΚΔ) νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαριτωμένος, η, ο α) αυτός που είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 116Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …

    Dictionary of Greek

  • 117Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …

    Dictionary of Greek

  • 118αχώριστα μόρια — Μονοσύλλαβες ή σπανιότερα δισύλλαβες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που παλιότερα είχαν μία αυτοτέλεια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά διαφόρων λέξεων. Τέτοια μόρια είναι η συλλαβική αύξηση ε (έδωσε) το στερητικό α (αχώριστος,… …

    Dictionary of Greek

  • 119Γεζέριχος ή Γιζέριχος ή Γενσέριχος — (389 – 477 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (428 477). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά Γοδιγισήλου, αδελφός και διάδοχος του Γονδερίχου, μετά τον θάνατο του οποίου ανέβηκε στον θρόνο της Ισπανίας. Ο Γ., ευφυής άνθρωπος, πανούργος πολιτικός …

    Dictionary of Greek

  • 120Δημήτριος ο Πολιορκητής — (336; – 283/2 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ήταν γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου και μνημονεύεται για πρώτη φορά στον πόλεμο εναντίον του Ευμένη (317). Το 312 διοικούσε τον στρατό του πατέρα του στη μάχη της Γάζας. Το 307 έγινε κύριος της… …

    Dictionary of Greek