εὐφροσύνως
1εὐφροσύνως — εὐφρόσυνος cheery adverbial εὐφρόσυνος cheery masc acc pl (doric) εὐφρόσυνος cheery adverbial εὐφρόσυνος cheery masc/fem acc pl (doric) …
2ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… …
3μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] …