εὐφροσύναν
1Εὐφροσύναν — Εὐφροσύνᾱν , Εὐφροσύνη mirth fem acc sg (doric aeolic) …
2εὐφροσύναν — εὐφροσύνᾱν , εὐφρόσυνος cheery fem acc sg (doric aeolic) εὐφροσύνᾱν , εὐφροσύνη mirth fem acc sg (doric aeolic) …
3ἐυφροσύναν — ἐυφροσύνᾱν , εὐφροσύνη mirth fem acc sg (epic doric aeolic) …
4κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …
5τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …