εὐφραίνει
1ἐυφραίνει — ἐϋφραίνει , εὐφραίνω cheer pres ind mp 2nd sg ἐϋφραίνει , εὐφραίνω cheer pres ind act 3rd sg …
2εὐφραίνει — εὐφραίνω cheer pres ind mp 2nd sg εὐφραίνω cheer pres ind act 3rd sg …
3веселити — ВЕСЕЛ|ИТИ (43), Ю, ИТЬ гл. Веселить, доставлять радость: Питиѥ мѣрьное сыть напълнѩѥть и веселить. Изб 1076, 237; оувѣсть же ˫ако молитсѩ. ѥгда премѣнитсѩ мѩтежа. и зрить ˫ако веселить оумъ ѡ г(с)ѣ просвѣтивъсѩ. (εὐφραίνεται) ПНЧ 1296, 111; жена… …
4Atlantikos — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …
5Kritias (Platon) — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …
6ευφραντής — εὐφραντής, ὁ (Α) [ευφραίνω] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που επευφημεί, που ευφραίνει με επευφημίες …
7ευφραντικός — ή, ό (ΑΜ εὐφραντικός, ή, όν) αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό καρύκευμα, ήδυσμα αρχ. (για πρόσ.) εύθυμος. επίρρ... εὐφραντικώς (Α) με ευφροσύνη, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
8ευφρόσυνος — (16ος αι.). Μοναχός και αγιογράφος από την Κρήτη. Στο μοναστήρι του Διονύσου, στον Άθω, σώζονται πέντε φορητές εικόνες του, με χρονολογία 1542. Οι εικόνες αυτές (Χριστός, Παναγία, Πρόδρομος, Πέτρος και Παύλος) έχουν εξαιρετική σημασία για τη… …
9θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] …
10κηλητικός — κηλητικός, ή, όν (Α) [κηλητής] αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.) …
- 1
- 2