εὐτελίζω
1ευτελίζω — εὐτελίζω (ΑΜ) [ευτελής] παριστάνω κάτι ως ευτελές, καταφρονώ, εξευτελίζω, ταπεινώνω …
2κατηυτέλιζον — κατά εὐτελίζω disparage imperf ind act 3rd pl κατά εὐτελίζω disparage imperf ind act 1st sg …
3συνευτελίσαι — σύν εὐτελίζω disparage aor inf act συνευτελίσαῑ , σύν εὐτελίζω disparage aor opt act 3rd sg …
4εξευτελίζω — και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) [ευτελίζω] καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης) νεοελλ. μέσ. εξευτελίζομαι χάνω την αξιοπρέπεια μου αρχ.… …
5ευτελισμός — εὐτελισμός, ὁ (ΑΜ) [ευτελίζω] εξευτελισμός, εξευτέλιση, ταπείνωση …
6ευτελιστής — εὐτελιστής, ὁ (Α) [ευτελίζω] αυτός που εξευτελίζει, που παριστάνει κάτι ως ευτελές …
7κατεξευτελίζω — και καταξευτελίζω εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω σε έσχατο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ευτελίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αθανάσιο Χριστόπουλο] …
8κατευτελίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευτελίζω) κάνω κάτι τελείως ευτελές, εξευτελίζω («τὰς Μιλτιάδου πράξεις ὑπὸ πόδας τιθεμένου και κατευτελίζοντος», Πλούτ.) μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηυ(ευ)τελισμένος, η, ον καταφρονημένος, περιφρονημένος …
9ξεφτιλίζω — εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ ευτελίζω* (βλ. λ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και αφομοιωτική τροπή τού ε σε ι ] …
10προευτελίζω — Α [εὐτελίζω] εξευτελίζω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων …