εὐσέβεια

  • 91φιλευσεβής — ές, Μ αυτός που αγαπά την ευσέβεια. επίρρ... φιλευσεβῶς Μ με φιλευσέβεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὐσεβής] …

    Dictionary of Greek

  • 92Αισία — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μαθήτρια του επισκόπου Ταυρομενίου, αγίου Παγκρατίου, και μαρτύρησε μαζί με την αγία Σωσάννα. Γιορτάζεται στις 7 Ιουνίου. Αναφέρεται και ως Εσία και Ευσέβεια …

    Dictionary of Greek

  • 93Άμεσα Σπέντα — Στην αβεστική γλώσσα σημαίνει Οι Άγιοι Αθάνατοι και υπονοεί τους έξι αρχάγγελους του ζωροαστρισμού, που αποτελούν προσωποποίηση θεολογικών εννοιών ή στοιχείων της φύσης, βρίσκονται υπό τις διαταγές του Άχουρα Μάζντα, του μοναδικού θεού της… …

    Dictionary of Greek

  • 94ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …

    Dictionary of Greek

  • 95Ανιανός ή Αννιανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρώτος χριστιανός επίσκοπος στην Αλεξάνδρεια (62 82; μ.Χ.). Ήταν υποδηματοποιός και διακρινόταν για την ευσέβειά του. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευσέβιος γράφει ότι o Α. ήταν «ανήρ θεοφιλής και τα πάντα θαυμάσιος». 2 …

    Dictionary of Greek

  • 96Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… …

    Dictionary of Greek

  • 97Γελάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Όσιος. Ασκήτεψε στην έρημο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου. 2. Μάρτυς, ο από μίμων. Ήταν ηθοποιός, αλλά επειδή αρνήθηκε να διακωμωδήσει από σκηνής το βάπτισμα των χριστιανών, μαρτύρησε με… …

    Dictionary of Greek

  • 98Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …

    Dictionary of Greek

  • 99Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …

    Dictionary of Greek

  • 100Δαμασκηνός, Πέτρος — (12ος αι.). Βυζαντινός ασκητικός συγγραφέας. Φαίνεται ότι άκμασε στο πρώτο μισό του 12ου αι. αλλά για τη ζωή του δεν γνωρίζουμε παρά μόνο ότι ήταν μοναχός και ότι έζησε πολύ κοντά στον Συμεών τον μεταφραστή. Οπωσδήποτε είναι δικά του έργα τα… …

    Dictionary of Greek