εὐσέβεια

  • 71ευσεβοφανής — εὐσεβοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται ότι ακολουθεί την ευσέβεια, την ορθή πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής, εμ φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 72ευσεβώ — (ΑΜ εὐσεβῶ, έω) [ευσεβής] είμαι ευσεβής, ζω και συμπεριφέρομαι με ευσέβεια (α. «εὐσεβῶ εἰς τὸ θεῑον» β. «εὐσεβῶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῡ Ἰησοῡ») μσν. αρχ. ακολουθώ την ορθή πίστη, είμαι ορθόδοξος («ὑμεῑς μὲν εὐσεβοῡντες χριστιανοί ἐστε ἐκεῑνοι δὲ …

    Dictionary of Greek

  • 73θεάρεστος — η, ο (AM θεάρεστος, ον) 1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο») 2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό. επίρρ... θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα) όπως αρέσει στον …

    Dictionary of Greek

  • 74θεοσέβεια — και θεοσεβεία, η (AM θεοσέβεια) [θεοσεβής] ο σεβασμός προς τον θεό, η ευσέβεια …

    Dictionary of Greek

  • 75θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 76θεούδεια — και θεουδείη, ἠ (Α) [θεουδής] ο φόβος τού θεού, η ευσέβεια …

    Dictionary of Greek

  • 77θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… …

    Dictionary of Greek

  • 78θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …

    Dictionary of Greek

  • 79θρησκευτικότητα — η η ιδιότητα τού θρησκευτικού, η ευσέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκευτικός. Η λ. στον λόγιο τ. θρησκευτικότης μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …

    Dictionary of Greek

  • 80ιερωστί — ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α) επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν ωστί, νε ωστί, ταχε ωστί] …

    Dictionary of Greek