εὐσέβεια

  • 111Μπελίνι, Τζοβάνι — (Giovanni Bellini, αποκαλούμενος και Τζαμπελίνο, Βενετία, περ. 1430 – 1516). Ιταλός ζωγράφος, από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Η σημασία της ζωγραφικής του επισκιάζει την ατομική του αξία, επειδή εγκαινιάζει τη μεγάλη βενετσιάνικη ζωγραφική …

    Dictionary of Greek

  • 112Μύρων — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τις Ελευθερές της Αττικής, ένας από τους σημαντικότερους της αρχαιότητας, ο οποίος άκμασε μεταξύ 480 και 440 π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει μαζί με τον Πολύκλειτο και τον Πυθαγόρα στους χρόνους της 90ής Ολυμπιάδας (420… …

    Dictionary of Greek

  • 113Παχυνάκης — Επώνυμο οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία εγκαταστάθηκε το 1600 στα Σφακιά της Κρήτης. Τα κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Ανδρέας. Ανιψιός του Δασκαλογιάννη, γνωστός και με το παρωνύμιο Παχυνανδρουλής. Μετά το 1770 κατέφυγε… …

    Dictionary of Greek

  • 114Πεγκί, Σαρλ — (Peguy, Charles, Ορλεάν 1873 – Βιλρουά 1914). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος. Σοσιαλιστής, έπειτα καθολικός ορθόδοξος και εθνικιστής, σκοτώθηκε στον πόλεμο, κατά τη μάχη του Μάρνη. Ο Π. άσκησε κολοσσιαία επίδραση, με αντιγερμανικές… …

    Dictionary of Greek

  • 115Σπένερ, Φίλιπ Γιάκομπ — (Spener). Γερμανός θεολόγος και συγγραφέας (Ραπολτσβάιλερ, Αλσατία 1635 Βερολίνο 1705). Ήταν προτεστάντης ιεροκήρυκας σε διάφορες γερμανικές πόλεις και είναι ο ιδρυτής (1670) της «Ένωσης των ευσεβών», διαφόρων ομάδων πιστών που σκοπό είχαν την… …

    Dictionary of Greek

  • 116Τύανα — Πόλη της Καππαδοκίας, που ιδρύθηκε από τη βασίλισσα Σεμίραμη, τον 22o αι. π.Χ., και έγινε πρωτεύουσα του χιττιτικού βασίλειου της Τυανίτιδας τον 13o αι. Οι Ασσύριοι, που την κατέκτησαν τον 8o αι. π.Χ., τη μετονόμασαν σε Τούχανα. Λεγόταν επίσης… …

    Dictionary of Greek

  • 117Τωβίτ — Όνομα διαφόρων προσώπων που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη. Το σημαντικότερο από τα πρόσωπα αυτά αναφέρεται στο ομώνυμο δευτεροκανονικό βιβλίο. Ο Τ. καταγόταν από τα βόρεια του Ισραήλ και συγκαταλεγόταν σε εκείνους που, μετά την καταστροφή του… …

    Dictionary of Greek

  • 118Φατίμα — Κόρη του Μωάμεθ και της πρώτης του γυναίκας Χαντίτζα. Παντρεύτηκε τον Αλή, εξάδελφο του Προφήτη, και απέκτησε απ’ αυτόν, εκτός από τις δύο κόρες Ζαϊνάμπ και Ουμ Κουλθούμ, δύο γιους, τον Χασάν και τον Χουσεΐν, που διαδραμάτισαν σπουδαιότατο ρόλο… …

    Dictionary of Greek

  • 119evsevie — evsevíe s.f. – Pietate. ngr. εὐσεβεία. sec. XVII, înv. (Murnu 24). – Der. evsevios, adj. (pios). Trimis de blaurb, 27.08.2007. Sursa: DER …

    Dicționar Român

  • 120ԱԶՆՈՒԱՊԱՇՏՕՆ — ( ) NBH 1 0011 Chronological Sequence: Early classical ԱԶՆՈՒԱՊԱՇՏՕՆ ԼԻՆԵԼՆ. εὑσέβεια pietas Տ. ԲԱՐԵՊԱՇՏԵԼ, ԲԱՐԵՊԱՇՏՈՒԹԻՒՆ. *Արդար կոչեցաւ՝ վասն որ առ Աստուած ազնուապաշտօն լինելոյ, եւ առ ազգակիցսն խնամակալ. Եւս. քր. ՟Բ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)