εὐσύμβλητος
1ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] …
2εὐσύμβλητον — εὐσύμβλητος masc/fem acc sg εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc sg …
3εὐξύμβλητα — εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc pl (attic) …
4εὐξύμβλητος — εὐσύμβλητος masc/fem nom sg (attic) …
5ευξύμβλητος — εὐξύμβλητος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος …