εὐστόχῳ
1ευστοχώ — (ΑΜ εὐστοχῶ, έω) [εύστοχος] 1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε») 2. πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. σκέπτομαι και ενεργώ σωστά αρχ. 1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῑν… …
2ευστοχώ — ευστόχησα, πετυχαίνω το στόχο, χτυπώ το σημάδι, βρίσκω το στόχο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3εὐστοχῶ — εὐστοχέω hit the mark pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐστοχέω hit the mark pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
4εὐστόχω — εὔστοχος well aimed masc/fem/neut nom/voc/acc dual εὔστοχος well aimed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
5εὐστόχῳ — εὔστοχος well aimed masc/fem/neut dat sg …
6εὐστόχωι — εὐστόχῳ , εὔστοχος well aimed masc/fem/neut dat sg …
7διευστοχώ — διευστοχῶ ( έω) (Α) [ευστοχώ] πετυχαίνω τον στόχο …
8ευθυσκοπώ — (Α εὐθυσκοπῶ, έω) [ευθυσκόπος] 1. βλέπω, παρατηρώ κάτι κατευθείαν 2. σκοπεύω με επιτυχία, ευστοχώ …
9ευστόχημα — εὐστόχημα, τὸ (Α) [ευστοχώ] εύστοχη βολή …
10καταστοχώ — καταστοχῶ, έω (Α) 1. βρίσκω τον στόχο, ευστοχώ 2. μτφ. πετυχαίνω τον δεκασμό, τη δωροδοκία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοχῶ (< στοχος < στόχος), πρβλ. α στοχώ, ευ στοχώ] …
- 1
- 2