εὐστόχῳ

  • 11κατευστοχώ — κατευστοχῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευστοχώ) βάλλω με ευστοχία, επιτυγχάνω …

    Dictionary of Greek

  • 12πιτυχαίνω — Ν (διαλ. τ.) πετυχαίνω, ευστοχώ («γιατί μ έχουν λαβωμένο στην καρδιά πιτυχημένο», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτυγχάνω με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε (πρβλ. πετυχαίνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 13φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …

    Dictionary of Greek