εὐστόχῳ
11κατευστοχώ — κατευστοχῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευστοχώ) βάλλω με ευστοχία, επιτυγχάνω …
12πιτυχαίνω — Ν (διαλ. τ.) πετυχαίνω, ευστοχώ («γιατί μ έχουν λαβωμένο στην καρδιά πιτυχημένο», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτυγχάνω με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε (πρβλ. πετυχαίνω)] …
13φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …
Страницы
- 1
- 2