εὐρῠ-λείμων

  • 1φιλολείμων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ (για ζώο) αυτός που τού αρέσουν τα λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λειμών, ῶνος (πρβλ. εὐρυ λείμων)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ευρυλείμων — εὐρυλείμων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + λειμών] …

    Dictionary of Greek

  • 3εύλειμος — εὔλειμος, ον (Α) ευλείμων* («σῑγα δ εὔλειμος νάπη φύλλ εἶχε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ λειμος] …

    Dictionary of Greek