εὐρύπρωκτος
1ευρύπρωκτος — εὐρύπρωκτος, ον (Α) αυτός που τού έχουν ευρύνει, ανοίξει τον πρωκτό, ο κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πρωκτός] …
2εὐρύπρωκτος — wide breeched masc/fem nom sg …
3εὐρύπρωκτον — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem acc sg εὐρύπρωκτος wide breeched neut nom/voc/acc sg …
4εὐρυπρωκτότεροι — εὐρύπρωκτος wide breeched masc nom/voc comp pl …
5εὐρυπρώκτους — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem acc pl …
6εὐρυπρώκτων — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem/neut gen pl …
7εὐρύπρωκτε — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem voc sg …
8εὐρύπρωκτοι — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem nom/voc pl …
9ευρυπρωκτία — εὐρυπρωκτία, ἡ (Α) [ευρύπρωκτος] η ιδιότητα τού ευρύπρωκτου …
10λακκόπρωκτος — λακκόπρωκτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύ πρωκτό, ευρύπρωκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πρωκτός] …