εὐρυχωρία
1εὐρυχωρία — εὐρυχωρίᾱ , εὐρυχωρία open space fem nom/voc/acc dual εὐρυχωρίᾱ , εὐρυχωρία open space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2εὐρυχώρια — neut nom/voc/acc pl …
3εὐρυχωρίᾳ — εὐρυχωρίαι , εὐρυχωρία open space fem nom/voc pl εὐρυχωρίᾱͅ , εὐρυχωρία open space fem dat sg (attic doric aeolic) …
4ευρυχωρία — η (ΑΜ εὐρυχωρία, Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) [ευρύχωρος] ευρύς χώρος, εκτεταμένος χώρος, απλωσιά αρχ. 1. ο κενός χώρος στο εξαρθρωμένο μέλος 2. (για εκτεταμένο πεδίο) το κατάλληλο για μάχη 3. (για τη θάλασσα) ανοιχτό και εκτεταμένο μέρος 4. ελεύθερο …
5ευρυχωρία — η φαρδύς, διαθέσιμος χώρος, άνεση χώρου, απλοχωριά, άπλα: Έχουμε ευρυχωρία στο σπίτι αυτό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6εὐρυχωρίας — εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία open space fem acc pl εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία open space fem gen sg (attic doric aeolic) …
7εὐρυχωρίαι — εὐρυχωρία open space fem nom/voc pl εὐρυχωρίᾱͅ , εὐρυχωρία open space fem dat sg (attic doric aeolic) …
8εὐρυχωρίαν — εὐρυχωρίᾱν , εὐρυχωρία open space fem acc sg (attic doric aeolic) …
9εὐρυχωριῶν — εὐρυχωρία open space fem gen pl …
10εὐρυχωρίαις — εὐρυχωρία open space fem dat pl …