εὐπάθεια
1εὐπαθείᾳ — εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
2εὐπάθεια — comfort fem nom/voc sg …
3ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …
4ευπάθεια — η 1. ευαισθησία. 2. το να προσβάλλεται εύκολα κανείς από την αρρώστια, μειωμένη αντοχή του οργανισμού: Έχω ευπάθεια στα έντερα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εὐπαθείας — εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl (ionic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
6εὐπαθειῶν — εὐπάθεια comfort fem gen pl εὐπάθεια comfort fem gen pl (ionic) …
7εὐπαθείαις — εὐπάθεια comfort fem dat pl εὐπάθεια comfort fem dat pl (ionic) …
8εὐπαθείῃσι — εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) …
9εὐπάθειαι — εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl (ionic) …
10εὐπαθίης — εὐπάθεια comfort fem gen sg (epic ionic) …