εὐπροσωπία
1εὐπροσωπία — εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc/acc dual εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ευπροσωπία — εὐπροσωπία, ἡ (Α) [ευπρόσωπος] ωραία όψη, ωραία εμφάνιση …
3εὐπροσωπίαν — εὐπροσωπίᾱν , εὐπροσωπία fair appearance fem acc sg (attic doric aeolic) …
4ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία …