εὐπρέπεια
61ԲԱՐԵՎԱՅԵԼՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 456 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 12c գ. εὑπρέπεια decor eximius Բարեվայելուչն գոլ. բարեյարմարութիւն. բարեձեւութիւն. բարեզարդութիւն. գեղեցկութիւն. *Երկրի բարեվայելչութիւն, որ մարդոյն աղագաւ էր կազմեալ. Մամբր.: *Ո՛չ… …
62ՎԱՅԵԼՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0777 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. εὑπρέπεια, τὸ εὑπρεπές decor eximius λαμπρότης claritas, candor, nitor. Վայելուչն գոլ. վայելչականութիւն. բարեյարմարութիւն. պայծառութիւն. փառք. շուք. շքեղութիւն.… …
63ՔԱՋԱՎԱՅԵԼՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0988 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c գ. εὑπρέπεια decor eximius, decus, pulchritudo. Բարեվայելչութիւն. բարեձեւութիւն. գեղեցկութիւն. *Տեսանէ զքաջավայելչութիւն մարմնոյ: Պաճուճանք վասն քաջավայելչութեանն եւ… …
64διακριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διακρίνει ή αυτός που ξεχωρίζει: Θα τον αναγνωρίσεις ανάμεσα στο πλήθος από το διακριτικό σημάδι στο μέτωπό του. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με λεπτότητα και ευπρέπεια: Τον χαρακτηρίζει η… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65καθωσπρεπισμός — ο το να είναι κάποιος καθωσπρέπει, η ευπρέπεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66κοσμιότητα — η ευπρέπεια, σεμνότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67νοστιμάδα — η και νοστιμιά, η 1. ευχάριστη γεύση, ευχάριστο συναίσθημα: Το αλάτι δίνει τη νοστιμάδα στο φαγητό. – Ανάρια, ανάρια το φιλί να χει και νοστιμάδα (παροιμ.). 2. χάρη, κομψότητα, ευπρέπεια: Έχουν πολλή νοστιμάδα τα φερσίματά της …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68σεμνοπρέπεια — η σεμνή συμπεριφορά, ευπρέπεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)