εὐπρέπεια

  • 51υπερευπρεπώς — Α [εὐπρεπῶς] επίρρ. με πολύ μεγάλη ευπρέπεια, με απόλυτη κοσμιότητα …

    Dictionary of Greek

  • 52φιλεύτακτος — ον, Α αυτός που αγαπά την τάξη και την ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὔτακτος «τακτοποιημένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 53φιλοπρεπής — ές, Α αυτός που τού αρέσει η ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρεπής (< πρέπω «αρμόζω»), πρβλ. μεγαλο πρεπής] …

    Dictionary of Greek

  • 54Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …

    Dictionary of Greek

  • 55Βασιλάκης, Αντώνιος — (ή Alience, όπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί, Μήλος 1556 – Βενετία 1629). Έλληνας ζωγράφος, κρητικής καταγωγής. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Βενετία κοντά στους αδελφούς του και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πάολο Βερονέζε. Η παιδεία του… …

    Dictionary of Greek

  • 56Ισσός — Αρχαία πόλη της Κιλικίας, στη Μικρά Ασία. Βρίσκεται στον μυχό του Ισσικού κόλπου, απ’ όπου πήρε και την ονομασία της. Ο Ξενοφών, ο οποίος πρώτος από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς μνημονεύει την Ι., την αποκαλεί «πόλη μεγάλη και ευδαίμονα»… …

    Dictionary of Greek

  • 57Κουνελάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1829 – Κάιρο 1869). Ζωγράφος. Πολύ νέος έφυγε με την οικογένειά του από την Κρήτη, πιθανότατα από τα Χανιά, και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το 1857, μετά τις ζωγραφικές σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας… …

    Dictionary of Greek

  • 58Νίκολσον, Μπεν — (Ben Nicholson, Ντένχαμ 1894 – 1982). Άγγλος ζωγράφος. Γιος του ζωγράφου Ο. Νίκολσον, σπούδασε στη Σχολή Σλέιντ στο Λονδίνο, στην Τουρ της Γαλλίας, στο Μιλάνο και στην Πασαντένα των ΗΠΑ. Τη μορφή της τέχνης του καθόρισαν οι νεοπλαστικές… …

    Dictionary of Greek

  • 59Νταβίντ, Γκέραρντ — (Gerard David,Οντερβάτερ, Γκούντα περ. 1460 – Μπριζ 1523). Φλαμανδός ζωγράφος. Ο τελευταίος σημαντικός εκπρόσωπος της μεγάλης φλαμανδικής παράδοσης του 15ου αι, διαμορφώθηκε αρχικά στις Κάτω Χώρες (ίσως στο Χάαρλεμ) και το 1484 εγκαταστάθηκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 60Ντράιντεν, Τζον — (John Dryden, Όλντουνκλ Ολ Σεντς, Νορθάμπτονσαϊρ 1631 – Λονδίνο 1700). Άγγλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Από οικογένεια ευγενών, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του στο Κέιμπριτζ, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου, με την… …

    Dictionary of Greek